- ὑποπυθμένιος
- ὑποπυθμένιος, ον, = sq., Ath.11.492a: neut. as Subst.,A bottom, or perh. base,
Ῥοδιακὴ κύλιξ -ιον οὐκ ἔχουσα IG11(2).287
B90 (Delos, iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ῥοδιακὴ κύλιξ -ιον οὐκ ἔχουσα IG11(2).287
B90 (Delos, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υποπυθμένιος — ον, θηλ. και α, ΜΑ [ὑποπύθμην, ενος] ὑποπύθμην* … Dictionary of Greek
ὑποπυθμένιοι — ὑποπυθμένιος bottom masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)